-
1 θελκτηριος
21) околдовывающий, волшебный(φίλτρα ἔρωτος Eur.)
2) чарующий, полный обаяния(ὄμματος τόξευμα Aesch.)
3) завлекающий, обольстительный(μῦθος Aesch.; ἐπῳδή Plut.)
4) успокаивающий, умиротворяющий(μύθου μῦθος θ. Aesch.)
-
2 φίλτρον
A love-charm, whether a potion, or any other means,ἔστιν.. φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος E.Hipp. 509
, cf. Ph. 1260, Andr. 540 (anap.), Arist.MM 1188b32, Theoc.2.1, Dsc.2.164, Alciphr. 1.37, etc.;οὐκ ἐπὶ θανάτῳ διδόναι [φάρμακον] ἀλλ' ἐπὶ φίλτροις Antipho 1.9
: of the robe of Nessus by which Deïanira hoped to win back the love of Hercules, S.Tr. 584, 1142.2 generally, charm, spell,οἱ φ. ἐν θυμῷ ὕμνοι τίθεν Pi.P.3.64
; φ. ἵππειον, of the bit, Id.O.13.68; φίλτρα τόλμης spells to produce boldness, of oracles, A.Ch. 1029;δεινὸν τὸ τίκτειν καὶ φέρει φ. μέγα E.IA 917
, cf. Fr. 103 (anap.), HF 1407;αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι.. φ. οὐ σμικρὸν φρενῶν Id.Tr.52
; of ἀρεταί, Id.Andr. 207;φίλτρα γάμου AP9.422
(Apollonid.);ἕν ἐστ' ἀληθὲς φ. εὐγνώμων τρόπος Men.646
; εἰρήνης φ. a charm to promote peace (i.e. γεωργία), Plu.Num.16; [παῖδες] νήπιοι ψυχῆς εἰσιν ἰσχυρὰ φ. ἐξομηρεύσασθαι δυνάμενα στρατηγὸν πρὸς πατρίδα Onos.1.12
.3 love, affection, in pl., (lyr.), cf. El. 1309 (anap.), AP7.623 (Aemil.): also in sg.,τὸ πρὸς τὴν πατρίδα φ. SIG876.7
(Smyrna, Epist.Severi et Caracallae);πᾶσι δὲ φ. κάλλιπεν AP15.45
, cf. Ael.NA10.17, Opp.C.3.108, Lib.Or.3.22;τὸ πρὸς ἀμφοτέρους φ. Id.Ep.297.1
.III = σταφυλῖνος, Eust.1163.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλτρον
-
3 θελκτήριος
θελκ-τήριος, ον,A enchanting, soothing, μῦθοι, λόγοι, A.Eu.81, E. Hipp. 478; ὄμματος θ. τόξευμα the eye's magic shaft, A.Supp. 1004: c. gen.,φίλτρα θ. ἔρωτος E.Hipp. 509
; μύθου μῦθος θ. speech that heals speech, A.Supp. 447: in late Prose, θ. ἀγωνίσματα, of poems, Agath. Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελκτήριος
-
4 ἐπαγωγός
ἐπαγωγ-ός, όν,II attractive, alluring,τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν Hdt.3.53
, cf.Th.4.88; ἀκούσαντες.. ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ, of ex-parte statements, Id.6.8, cf. 5.85; ὀνόματος ἐπαγωγοῦ δυνάμει ἐπισπάσασθαι ib. 111;ἐ. πρός τι X.Oec.13.9
;λόγοι ἐ. D.59.70
; of dainty dishes,ὄψον.. ἐ. πάνυ Antiph.242
: [comp] Sup.,δελέατα καὶ φίλτρα -ότατα Ph.1.396
: c. gen.,ἐ. ἡδονῇ τῶν ἀκροωμένων D.H.Isoc.3
;τοῦ δήμου Plu.Publ.2
; alsoἔμφασιν κάλλους ἐπαγωγὸν εἶναι τοῦ ἔρωτος Chrysipp.Stoic.3.181
; ἐπαγωγόν ἐστι, c. inf., it is a temptation to.., X.Mem.2.5.5;τὸ ἐ.
seductiveness,Pl.
Phlb. 44c: neut. as Adv.,ἐπαγωγὸν μειδιᾶν Luc. DMeretr.1.2
, 6.3. Adv.- γῶς Poll.4.24
: [comp] Sup.- ότατα Paus.9.12.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαγωγός
См. также в других словарях:
φίλτρο — (I) το / φίλτρον, ΝΜΑ μαγικό μέσο ή φάρμακο που χρησιμεύει για να εμπνέει, να διατηρεί, να διεγείρει ή να επαναφέρει τον έρωτα (α. «ερωτικό φίλτρο» β. «ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος», Ευρ.) 2. ανατ. η υπορρινική αύλακα νεοελλ. φρ. «μητρικό … Dictionary of Greek